- λοξότμηση
- η [λοξοτέμνω]τομή κατά λοξό τρόπο, λοξοτομία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λοξοτομία — η πλάγια τομή, λοξότμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξοτομῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
λοξός — ή, ό (AM λοξός, ή, όν) 1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ. γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.) 2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός… … Dictionary of Greek